- προκαταδήσας
- προκαταδήσᾱς , πρό-καταδέωbind onaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προκαταδήσᾱς , πρό-καταδέω 1bind onaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προκαταδήσᾱς , πρό-καταδέω 2lackaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.